«Ιμάμου» (Γιάννη) άκουσα τη φωνή μέσα μου, «ήρθε η ώρα». Δεν χρειάζεται να ταξιδέψω μέχρι τη σκηνή της μάγισσας στην άλλη άκρη της σαβάνας για να μάθω τι απαιτείται για να βγάλω ευρωπαϊκή κάρτα για το γιό μου. Καλώ απλώς το 1555 του ΕΦΚΑ.
Μα κι εκεί δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες. Μιλάει η μουσική της αναμονής που σε ταξιδεύει στις κοιλάδες των ελεφάντων. Διαλογίζεσαι κι ο χρόνος πια δεν έχει σημασία.
Ο βρυχηθμός με ξυπνάει. Πριν με φάει το τέρας προλαβαίνω να πω τη φυλή μου - έτσι πρέπει:
"Αμαρουσίου! Αμαρουσίου" κι η φωνή μου ακούστηκε σαν ικεσία. "Ανήκω στο γραφείο μη μισθωτών Ηράκλειου" πρόσθεσα για να ακουστούν οι ήχοι μου οικείοι στο τέρας που άκουγε.
Για να ξέρει πως έχω υποταχτεί. Πως ανήκω στους Μαρουσιώτες που υπάγονται Ηράκλειο κι όχι στο Μαρούσι, μα δεν βαρυγγωμούν, δε μπλέκουν με φασαρίες, δεν βγαίνουν με κακές παρέες.
Κι εκείνο - το τέρας - μαλάκωσε. “Εκεί να πάτε" μου είπε. Και χάθηκε χωρίς άλλη κουβέντα - ούτε η μουσική δεν ακουγόταν πια.
Κι εγώ πήγα. Ηράκλειο. Κι έτσι οι περιπέτειες άρχισαν – γιατί, δεν βγάζουν εκεί ευρωπαϊκές κάρτες υγείας. Ο τοπικός οπλαρχηγός το ξεκαθάρισε. «Δεν βγάζουμε» είπε και με κοίταξε μ’ εκείνο το μάτι που τρόμαζε τους Μασάι στα υψίπεδα.
Μα εγώ, με τη δύναμη του λιονταριού μέσα μου, κάλεσα μπροστά του το 1555. Πέρασα ξανά το τραγούδι της σαβάνας κι έβαλα τον πολέμαρχο να παλέψει εκείνος με το τέρας. Να ανταριάσει ο ουρανός κι οι θεοί των κεραυνών και της βροντής. Να σείεται η γης και το πνεύμα του Κιλιμάντζαρο.
Μα τίποτα δεν έγινε, παρά μια τεράστια αγκαλιά. "Το μηχάνημα εδώ είναι χαλασμένο" είπε ο πολέμαρχος που γοήτευε τα τέρατα. "Ένα χρόνο τώρα - πες το στα άλλα κορίτσια" είπε και μου φάνηκε πως οι λέαινες τον έγλυφαν με αγάπη.
Δεν ήταν ποτέ τέρατα. Ήταν απλά κορίτσια που έκαναν λάθος. Κι ο πολέμαρχος κατέβασε το μαχαίρι και μου μίλησε στοργικά, σαν πατέρας. Δεν είπε πολλά - δυο λέξεις μόνο, όπως μιλάνε οι αρχηγοί. Και μ' εστειλε στο πεπρωμένο μου, εκεί που πάνε όλοι πριν την περιτομή:
"Ακαδημίας 22" ψιθύρισε. Και μετά σιωπή.
Κι εγώ ζήλεψα τους άνδρες που έχουν κάνει το ταξίδι αυτό και ξεκίνησα ακολουθώντας τα μονοπάτια των καταιγίδων. Δεν κινδύνευσα. Κι ας πέρναγα το βαθύ, ορμητικό ποτάμι της Ακαδημίας σαν τρομαγμένο γκνου. Κανένας κροκόδειλος δεν μου άρπαξε το πόδι. «Όλοι μαζί πιο δυνατοί» είναι η πολεμική κραυγή του ΕΦΚΑ και έτσι, όλα τα γκνού ορμήξαμε μαζί - και κάμποσα φτάσαμε στην ασφάλεια.
Ακαδημίας 22. Είμασταν εκεί.
Κι εκεί χωρίσαμε. Μαγευτήκαμε από μια Αφρική γεμάτη χρώματα και μυρωδιές. Μια Αφρική φροντιστική, με αγάπη, χωρίς παιδάκια υποσιτισμένα, χωρίς μύγες, χωρίς φυλές να σφάζουν.
Μόνο μια γυναίκα, η Μάμμα, έκλαιγε και μοιρολογούσε και χτυπούσε το στήθος της γιατί ήταν μόνη, κι απ’ όλα τα χωριά μόνο εκείνη έβγαζε τις ευρωπαϊκές κάρτες των γιών κι ήταν η ώρα 12 κι ήθελε να φύγει γιατί τέτοια μέρα όλοι φεύγουν.
Έπεσα στα γόνατα. Παρακάλεσα. Έκλαψα. Ικέτευσα να μη με εγκαταλείψει η Μάμμα γιατί ήταν ντροπή μεγάλη να γυρίσω στο χωριό, μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι με τα χέρια άδεια. Κι όλα της τα έδωσα! Και αίτηση και ταυτότητα και ταυτότητα του γιού μου και τρίχες του παρμένες νύχτα με πανσέληνο μέχρι και φωτοτυπία μπρος πίσω παρμένη από φωτοτυπάδικο Εξαρχείων, κλειστό στη καταιγίδα, 17 Νοεμβρίου.
Μπήκε σε παροξυσμό. Σε έκσταση. Είχε παραισθήσεις. Κι εγώ έκλαιγα, δεν θυμάμαι πιά. Ίσως να σφάζαμε κότες. Δεν ξέρω πόσο κράτησε. Ο χρόνος στη σαβάνα είχε πάλι σταματήσει.
Είναι 3 το μεσημέρι. Γυρίζω στο χωριό. Στο Μαρούσι. Στα χέρια μου κρατώ ματωμένη τη κάρτα υγείας του γιού μου. Και στο κεφάλι μου αντιλαλούν τα τελευταία λόγια της Μάμμα:
«Γιατί δεν πήγες στο Μαρούσι, αφού είσαι Μαρουσιώτης» ;
No comments:
Post a Comment